ἰσοκέφαλος

ἰσοκέφαλος
ἰσοκέφαλος
like-headed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισοκέφαλος — η, ο (Α ἰσοκέφαλος, ον) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο, ίσο με κάποιον άλλο αρχ. συγκεχυμένος, ασαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αδρο κέφαλος, ορθο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοκεφάλους — ἰσοκέφαλος like headed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”